- ἐπέραστος
- ἐπέραστος, ον,A lovely, lovable, Lyr.Alex.Adesp.4.18, D.S.4.7, Ph. 1.671, Vett.Val.18.29, Luc.Tim.17, Im.10;
ἱερὸς ὁ κόσμος καὶ ἐ. Porph.Antr.12
;ἐ. ὀφθαλμός Heph.Astr.1.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἱερὸς ὁ κόσμος καὶ ἐ. Porph.Antr.12
;ἐ. ὀφθαλμός Heph.Astr.1.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επέραστος — ἐπέραστος, ον (AM) 1. αξιαγάπητος 2. ποθητός, επιθυμητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εραστός «ρηματικό επίθ. τού ρ. έραμαι «αγαπώ»] … Dictionary of Greek
Ἐπέραστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέραστος — lovely masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεραστότερον — ἐπέραστος lovely adverbial comp ἐπέραστος lovely masc acc comp sg ἐπέραστος lovely neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέραστον — ἐπέραστος lovely masc/fem acc sg ἐπέραστος lovely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπεράστοις — Ἐπέραστος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεράστοις — ἐπέραστος lovely masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπεράστου — Ἐπέραστος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεράστου — ἐπέραστος lovely masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπεράστους — Ἐπέραστος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεράστους — ἐπέραστος lovely masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)